- άσφαλτος
- Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών πετρωμάτων κυρίως ασβεστόλιθων, ψαμμιτών, μάργων και γύψων που λέγονται ασφαλτούχα πετρώματα. Η μάζα της α. είναι άμορφη, η σκληρότητά της μικρή (1 έως 2), το χρώμα της μαύρο που όταν κονιοποιηθεί φαίνεται καστανό· κατά την κρούση αναδίδει χαρακτηριστική δυσοσμία. Με τον όρο ά. ονομάζουν και διάφορα υλικά ασφαλτικά στερεά, καθώς και τα πετρώματα που τα περιέχουν σε αναλογία μεγαλύτερη του 50%. Η α. που χρησιμοποιείται σήμερα δεν είναι η ορυκτή, αλλά η α. που παράγεται από μαζούτ με απόσταξη σε μονάδες κενού.
Εκτεταμένα κοιτάσματα α. υπάρχουν στο Τρινιντάντ (Λίμνη Α., Pitch Lake) με περιεκτικότητα 63%, στις Βερμούδες με 93% και στη Νεκρά θάλασσα που λέγεται και Ασφαλτώδης Λίμνη.
Στη χώρα μας υπάρχουν πετρώματα ασφαλτομιγή, ιδίως στη δυτική Ελλάδα, με μικρές περιεκτικότητες σε ά. Οι ασφαλτούχοι ασβεστόλιθοι στη Μαραθόπολη Μεσσηνίας υπήρξαν αντικείμενο εκμετάλλευσης μέχρι το 1931, οπότε σταμάτησε ως ασύμφορη.
Η α. χρησιμοποιείται κυρίως στα οδοστρώματα ως υλικό συγκόλλησης σκύρων, αφού προηγουμένως θερμανθεί και συμπιεστεί διά κυλινδρισμού, ή ως πλίνθοι που κατασκευάζονται από σκόνη α. συμπιεσμένη εν θερμώ. Η ά. χρησιμοποιείται επίσης ως στεγανοποιητικό υλικό για την παραγωγή πισσόχαρτου και την επένδυση χημικών εργαστηρίων παραγωγής οξέων. Από την απόσταξη των ασφαλτούχων ασβεστόλιθων λαμβάνεται ορυκτέλαιο που χρησιμοποιείται ως καύσιμο ή λιπαντικό με μικρές λιπαντικές ικανότητες.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΧΡΗΣΕΙΣ ΤΗΣ ΑΣΦΑΛΤΟΥ
Σχηματική παράσταση εγκατάστασης για την απόσταξη ασφαλτούχου σχιστόλιθου: 1. Δεξαμενή σχιστόλιθου. 2. Κάθοδος. 3. Κοχλίας εξόδου τέφρας. 4. Φυσητήρες καυσίμων αερίων. 5. Φυσητήρες αέρα και ατμού. 6. Συλλέκτες. 7. Καπνοδόχοι· φορείο εκφόρτωσης τέφρας.
* * *(I)η (Α ἄσφαλτος, η, ο και ἄσφαλτον, το)μαύρο ή καφέ πετρελαιογενές υλικό με υφή που ποικίλλει από παχύρρευστο υγρό ως στερεόαρχ.ἄσφαλτος1. πίσσα2. είδος πετρελαίου.[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για ρηματικό επίθ. του σφάλλω με στερητικό α- και ενεργητική σημασία «αυτός που εμποδίζει το γλίστρημα, το πέσιμο». Μια τέτοια ετυμολόγηση εξηγείται από το γεγονός ότι η άσφαλτος χρησιμοποιήθηκε πιθ. ως συνεκτική ύλη που προστάτευε τα τείχη από το «σφάλλεσθαι», δηλ. από το να γκρεμιστούν. Η υπόθεση ότι η λ. είναι σημιτικό δάνειο δεν είναι ικανοποιητική, παρ' όλο που η άσφαλτος χρησιμοποιήθηκε ως κονίαμα, τεχνική που δεν έχει ελληνική προέλευση. Η λ. άσφαλτος, άσφαλτον έχει εισαχθεί και στην ξένη επιστημονική ορολογίαπρβλ. αγγλ. asphalt, γαλλ. asphalte, γερμ. Asphalt, τύποι που συνετέλεσαν στον σχηματισμό νέων επιστημονικών όρων, αρκετοί από τους οποίους παρελήφθησαν ως δάνεια από την ελληνικήπρβλ. αγγλ. asphalt mastic, γερμ. Asphaltmastix (ελλ. ασφαλτομαστίχη), αγγλ. asphalt cement, γερμ. Asphaltbeton, γαλλ. asphaltene > αγγλ. asphaltene) (ελλ. ασφαλτένιο) κ.ά.ΠΑΡ. ασφαλτίτης, ασφαλτώνω (-ώ), ασφαλτώδηςνεοελλ.ασφαλτένιο, ασφαλτικός, ασφαλτούχος.ΣΥΝΘ. ασφαλτόπισσα, πισσάσφαλτοςνεοελλ.ασφαλτομαστίχη, ασφαλτοστρώνω, χυτάσφαλτος].————————(II)-η, -ο και άσφαλος (Μ ἄσφαλτος, -ον) [σφάλλω]1. αυτός που δεν σφάλλει, ο αλάθητος2. βέβαιος, σίγουροςνεοελλ.δραστήριος, αποτελεσματικός.
Dictionary of Greek. 2013.